Τα οδοντικά οστεοενσωματούμενα εμφυτεύματα έχουν πλέον διάρκεια κλινικής αξιοποίησης πάνω από μισό αιώνα (πρώτη κλινική χρήση από τον Σουηδό ιατρό και ερευνητή καθηγητή Per-Ingvar Brånemark το 1965). Αν και στην πορεία των χρόνων εξελίχθηκαν πολύ οι μέθοδοι παραγωγής, επιφανειακής επεξεργασίας, τυποποίησης και ελέγχου τους, η βασική σχεδίαση τους, που προσομοιάζει με ρίζα μονόρριζου δοντιού, παραμένει η ίδια.
Τα εμφυτεύματα λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο από τεχνητές ρίζες δοντιών κατασκευασμένες από κράμα τιτανίου (τα τελευταία χρόνια έχουν κατασκευαστεί και εμφυτεύματα από κεραμικά, αλλά και από συνθετικά υλικά), τα οποία τοποθετούνται με κατάλληλη χειρουργική διαδικασία εντός του οστού των γνάθων σε θέση ελλείποντος δοντιού. Αφού μεσολαβήσει ο χρόνος οστεοενσωμάτωσης, στη συνέχεια η τεχνητή ρίζα τιτανίου χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του ελλείποντος δοντιού, αφού προηγηθεί η κατασκευή μιας πλήρως εξατομικευμένης προσθετικής μύλης δοντιού πάνω της.
Τα εμφυτεύματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στους περισσότερους ασθενείς[1] είτε μονήρη για την αντικατάσταση μεμονωμένων δοντιών είτε σε ομάδες των δύο ή περισσότερων για την αντικατάσταση αριθμητικά περισσότερων ελλειπόντων δοντιών με τη βοήθεια γεφυρών που στηρίζονται πάνω τους. Ακόμη μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με τεχνητές οδοντοστοιχίες με στόχο να αυξήσουν τη συγκράτηση τους, όταν αυτή είναι ανεπαρκής.
Και μολονότι το υψηλότερο κόστος, ο φόβος για τη χειρουργική διαδικασία τοποθέτησης και η επιμήκυνση του χρόνου που απαιτείται για την τελική αποκατάσταση μπορεί να αποθαρρύνουν κάποιους ασθενείς, αξίζει αυτοί να σκεφθούν ότι:
- τα εμφυτεύματα στοιχίζουν μακροπρόθεσμα φθηνότερα από κάθε άλλη κλασική προσθετική λύση λόγω της ισοβιότητας τους
- η επιστημονική εξειδίκευση του γιατρού αποτελεί εγγύηση για την ομαλή διεξαγωγή της χειρουργικής τοποθέτησης και την εκμηδένιση των δυσκολιών
- το διάστημα αποκατάστασης είναι μεν 4-6 μήνες αλλά η αποκατάσταση είναι ο ρ ι σ τ ι κ ή .
Επιπλέον η χρήση των εμφυτευμάτων για την αντικατάσταση δοντιών που χάνονται σε σχέση με κλασικές προσθετικές λύσεις (γέφυρες, οδοντοστοιχίες) εμφανίζει σημαντικότατα πλεονεκτήματα όπως :
- τη διατήρηση του οστού στη θέση τοποθέτησης,
- την απουσία τροχισμού σε γειτονικά υγιή δόντια,
- την απουσία φόρτισης γειτονικών δοντιών με μεγαλύτερες δυνάμεις μάσησης απ’ όσες τους αναλογούν φυσιολογικά με συνέπεια
- τη διατήρηση της αίσθησης και της ικανότητας μάσησης στο απόλυτο.
- Τέλος η αποκατάσταση με εμφυτεύματα θεωρείται ισόβια, υπό την προϋπόθεση βέβαια τήρησης καλής στοματικής υγιεινής και τακτικού επανελέγχου από τον επεμβαίνοντα .
Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα καθιστούν τα εμφυτεύματα την ιδανικότερη και πλέον βιολογική και σύγχρονη απάντηση στην αποκατάσταση ελλειπόντων δοντιών . Η επιτυχία τους να υποκαθιστούν μορφολογικά και λειτουργικά τα ελλείποντα δόντια και να διατηρούν ταυτόχρονα τους στηρικτικούς ιστούς δεν είναι συγκρίσιμη με οποιαδήποτε άλλη κλασική προσθετική λύση!
[1] Οι περιορισμοί που καθιστούν αδύνατη την τοποθέτηση σε συγκεκριμένους ασθενείς είναι πρακτικά ελάχιστοι.
Απόλυτες αντενδείξεις τοποθέτησης εμφυτευμάτων σε έναν ασθενή είναι μόνο η πλήρης ατροφία του οστού των γνάθων σε βαθμό που να μην επιδέχεται αναγεννητικές τεχνικές και η ανοσοανεπάρκεια (επίκτητη ή ιδιοπαθής) για όσο τουλάχιστον διάστημα αυτή υφίσταται.
Οι σχετικές αντενδείξεις για την τοποθέτηση των εμφυτευμάτων από την άλλη είναι πολλές, διαφορετικής βαρύτητας και έχουν να κάνουν όλες με την άμυνα και τη θρέψη της περιοχής εμφύτευσης. Η βαρύτητα τους θα πρέπει να αξιολογείται σε πλαίσιο ειλικρινούς συνεργασίας ανάμεσα στον ασθενή και το γιατρό, ώστε και να επιλέγεται η λύση που ταιριάζει σε κάθε ασθενή ξεχωριστά. Τέτοιες αντενδείξεις πάντως είναι η παρουσία εμμένουσας περιοδοντίτιδας, η ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη, η παρουσία καπνίσματος, η χρήση ναρκωτικών ή και ψυχοτρόπων ουσιών (ακόμη και για ιατρικούς λόγους), η ύπαρξη βαριάς οστεοπόρωσης, αλλά και η χρήση φαρμάκων που επηρεάζουν το μεταβολισμό του οστού( γ-σφαιρίνες, στεροειδή, διφωσφονικά κ.α.).